- άνηθο(ν)
- το , ανηθος ο анис
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
άνηθο — άνηθο, το και άνηθος, ο γένος φυτών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άνηθο — Φυτό μονοετές της οικογένειας των σκιαδοφόρων (δικοτυλήδονα), που αυτοφύεται στις μεσογειακές χώρες, στην Αφρική και στην Ασία. Φτάνει σε ύψος τα 30 70 εκ., έχει γραμμωτούς, κοίλους βλαστούς και χρώμα γαλαζοπράσινο, φύλλα φτερωτά, κατά νηματοειδή … Dictionary of Greek
ανήθινος — ἀνήθινος και ἀνήτινος, η, ον (AM) κατασκευασμένος με άνηθο ή από άνηθο (για στεφάνια, κρασί, ποτά, φάρμακα) … Dictionary of Greek
άνηθος — ο βλ. άνηθο … Dictionary of Greek
άνητον — το (Α) βλ. άνηθο … Dictionary of Greek
ένθρυσκον — ἔνθρυσκον και ἄνθρυσκον, το (Α) άγριο φυτό με σκιαδωτό άνθος, κατά το λεξικό Σούδα παρόμοιο με τον άνηθο και τον μάραθο … Dictionary of Greek
ανίκητος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Απελεύθερος του Νέρωνα και παιδαγωγός του (1ος αι. μ.Χ.). Συμμετείχε στην οργάνωση της δολοφονίας της μητέρας του Νέρωνα Αγριππίνας και τον βοήθησε να καταδικάσει σε θάνατο τη γυναίκα του Οκταβία καταγγέλλοντάς την με … Dictionary of Greek
καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… … Dictionary of Greek
μαγειρίτσα — και μαγερίτσα, η είδος σούπας που παρασκευάζεται με εντόσθια αρνιού, φρέσκα κρεμμύδια, άνηθο, λίγο ρύζι και αβγολέμονο και παρατίθεται στο μεταμεσονύκτιο δείπνο μετά την τελετή τής Ανάστασης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαγειρεία + υποκορ. κατάλ. ίτσα] … Dictionary of Greek
ψευδοβούνιον — τὸ, Α είδος φυτού συγγενούς με το άνηθο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + βούνιον*] … Dictionary of Greek
Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… … Dictionary of Greek